του Benjamin Noys3
Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να πάρει την ποίησή της από το παρελθόν αλλά μόνο από το μέλλον. Δεν μπορεί να ξεκινήσει με τον εαυτό της αν δεν έχει πιο πριν απογυμνωθεί από κάθε δεισιδαιμονία για το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις απαιτούσαν αναμνήσεις της προηγούμενης ιστορίας του κόσμου για να αποκρύψουν/συσκοτίσουν το δικό τους περιεχόμενο. Η επανάσταση του 19ου αιώνα πρέπει να αφήσει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο. Πριν η φράση πήγε πέρα από το περιεχόμενο – εδώ το περιεχόμενο πάει πέρα από τη φράση.
Mαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ
Ένα από τα σλόγκαν του Μάη του 1968 που έχει καταστεί εξαιρετικά ειρωνικό είναι: “η Τέχνη είναι νεκρή, μην καταναλώνετε το πτώμα της”· σταθερά επανερχόμενο, το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ειρωνικό σε σχέση με το “πτώμα” της Καταστασιακής Διεθνούς (ΚΔ). Η επιθυμία να θαφτεί το πτώμα της ΚΔ – “αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους” – συνοδεύεται από άλλες τόσες νεκραναστάσεις ή, για τους πιο εγελιανούς ανάμεσά μας, “αναλήψεις”4. Θέλω εδώ να επιδοθώ σε μια ακόμα πράξη “νεκρομαντεία της παγκόσμιας ιστορίας” σε σχέση με την ΚΔ. Ο στόχος μου δεν είναι να αναζωογονήσω το πτώμα ή να ποζάρω την “ποίηση του μέλλοντος” που θα μπορούσε να φτάσει από κάποια τελική “υπέρβαση”. Μάλλον, στοχεύω να θεωρήσω την ιστορικοποίηση και την κριτική της ΚΔ που τίθεται από ένα ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης – αυτό του Roland Simon και της ομάδας Theorié Communiste (TC).
Ο λόγος γι’ αυτό, όπως θα δούμε, είναι ότι είναι η τέχνη και η αισθητική ιδιαίτερα που διακυβεύονται σε αυτή την κριτική. Παρά τα φαινόμενα, δεν θα πάρω θέση υπέρ της κομμουνιστικοποίησης και κατά των Καταστασιακών, ή το αντίθετο. Αντίθετα, θεωρώ την ερμηνεία της κομμουνιστικοποίησης σχετικά με την μοίρα της ΚΔ ως ένα μέσο στοχασμού πάνω στην παρούσα κατάσταση την υποδοχής και νεκρανάστασης της ΚΔ. Για να το κάνω αυτό θα επιχειρήσω τουλάχιστον τρία ακατόρθωτα πράγματα μετά το πρόγευμα: πρώτον, να σκιαγραφήσω τη φύση της προβληματικής της κομμουνιστικοποίησης, ιδιαίτερα όπως έχει αναπτυχθεί από τον Rolan Simon και την TC· δεύτερον, να εξερευνήσω τις σκέψεις του Simon πάνω στην ΚΔ και με ποιο τρόπο η αισθητική παίζει έναν κρίσιμο ρόλο· τρίτον, να εξετάσω πώς αυτοί οι στοχασμοί μπορεί να προβληματικοποιούν την κυρίαρχη “αισθητική” πρόσληψη της ΚΔ.
H κομμουνιστικοποίηση και οι δυσαρεστημένοι της με τους Καταστασιακούς
(Κριτική Ιστορία της Υπερ-αριστεράς)
Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης που έχει αρθρωθεί από την TC στηρίζεται σε αυτό που θεωρεί ως κρίση ταυτότητας του εργάτη στον σύγχρονο καπιταλισμό. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι μέσα από την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970 και τους κοινωνικούς αγώνες των εργατών την ίδια περίοδο η ιδέα της επιβεβαίωσης μιας προλεταριακής ταυτότητας ενάντια στον καπιταλισμό έφτασε σε ένα τέλος. Αυτό είναι που αποκαλεί το τέλος του “προγραμματισμού”. Αναδυόμενη μέσα από τον γενικό σκεπτικισμό απέναντι στην υπερ-αριστερά που αφορά τον ρόλο των συνδικάτων, των κομμάτων και άλλων εργατικών οργανώσεων στην διαμεσολάβηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, η TC προχωρά αυτόν τον σκεπτικισμό παραπέρα – δεν έχουν χρόνο για τα εργατικά συμβούλια και άλλες μορφές “εναλλακτικών” εργατικών οργανώσεων. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου καθιστά την προλεταριακή ταυτότητα ένα φραγμό/εμπόδιο ή μια αδυνατότητα που πρέπει να υπερβληθεί. Η διείσδυση της καπιταλιστικής πραγματικής υπαγωγής διαπερνά την εργατική ταυτότητα και της επιβεβαίωσης της εργασίας ως του ανταγωνιστικού πόλου του κεφαλαίου. Η κατάρρευση αυτής της δυνατότητας, καθώς ο καπιταλισμός αναδιαρθρώνεται και καταστρέφει εκείνες τις μορφές διαμεσολάβησης από τον “εργάτη”, και καθώς οι ίδιοι οι εργάτες τις αρνούνται, σημαίνει ότι το “προλεταριάτο” μπορεί μόνο να υπάρχει ως η άρνηση της εργασίας και της εργατικής ταυτότητας. Συνεπώς, η κομμουνιστικοποίηση αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία αυτοκατάργησης και όχι σε διάφορες μορφές που προεικονιστικών ή εναλλακτικών ταυτοτήτων ή αγώνων. Αν σταματήσουμε να επιβεβαιώνουμε το προλεταριάτο, δεν μπορεί να επιβεβαιώνουμε κάποια εναλλακτική “ταυτότητα”.
Η “θέση” της ΚΔ σε αυτό το σχήμα είναι κάποιου που βρίσκεται στο μεταίχμιο αυτής της αλλαγής. Από τη μια πλευρά, η ανάλυση της ΚΔ για την κυριαρχία του θεάματος ως μορφή της αφαίρεσης και της χρεωκοπίας της εργατικής ταυτότητας είναι ενδεικτική των μελλοντικών γραμμών της θεωρίας της Κομμουνιστικοποίησης. Από την άλλη, η πίστη της ΚΔ στα εργατικά συμβούλια ή εναλλακτικές μορφές “κατασκευασμένων καταστάσεων”, την “σημαδεύει” ως παραμένουσα στο τέλος της περιόδου του προγραμματισμού. Στη σχηματοποίηση του Ρολάν Σιμόν αυτή η αντίφαση σήμαινε ότι: “Πιστεύω ότι η ΚΔ οδήγησε τον προγραμματισμό στο σημείο έκρηξής του” (20065). Αυτό που ο Ντεμπόρ δεν μπορούσε, κατά τον Σιμόν, να συνδέσει ήταν η θεωρητικοποίησή του του θεάματος ως πραγματικότητας – ως μιας πραγματικής αφαίρεσης – και την πιθανότητα της επανάστασης. Η αδυναμία του να συλλάβει το προλεταριάτο ως μια εσωτερική άρνηση έχει σαν αποτέλεσμα την θέση ενός εξωτερικού, μιας εναλλακτικής, που διαφεύγει την αναπαράσταση. Αυτό απηχεί τον “βιταλισμό” της ΚΔ, περισσότερο εμφανούς στον Βανεγκέμ παρά στον Ντεμπόρ, αλλά παρόντος σε κάθε περίπτωση. Η “ζωή” σηματοδοτεί αυτό το “εξωτερικό” – “κάτω από τα πεζοδρόμια υπάρχει παραλία” – στην κριτική ανάλυση του Tom Bunyard: “Το “πραγματικό” γίνεται έτσι “ζωή”, θεωρούμενο ως ένα αφηρημένο και ρομαντικό δυναμικό, απέναντι στο οποίο στέκεται ένα “κεφάλαιο” το οποίο έχει γίνει ισοδύναμο όλης της παρούσας κοινωνικής ύπαρξης”6. Αντίθετα, η κομμουνιστικοποίηση επιμένει στην εσωτερικότητα του προλεταριάτου στη διαμόρφωση του καπιταλισμού, ως του ανταγωνιστή και της δύναμης της διάλυσής του.
Η Πραγμάτωση και η Κατάπνιξη της Τέχνης
Έτσι, με λίγα λόγια, συνοψίζεται το επιχείρημα της TC και η κριτική της στην ΚΔ. Αυτή η κριτική μπορεί να τεθεί επίσης, όπως κάνει ο Σιμόν7, σε όρους της τέχνης και της αισθητικής. H ένταση εδώ έγκειται στους ισχυρισμούς της ΚΔ για την πραγμάτωση και την κατάπνιξη της τέχνης. Πάλι, παράλληλα με τη θέση για το προλεταριάτο, έχουμε τη θέση μιας “θετικής” δυνατότητας εναλλακτικών διαμορφώσεων και πρακτικών τέχνης σε ένταση, ή αντίθεση (“πραγμάτωση”), με την “αρνητική” δυνατότητα της “κατάργησης” της τέχνης που επιβραδύνει την επαναστατική διαδικασία που θα “ανύψωνε” και θα επανεπεξεργαζόταν αυτή την κατηγορία (“κατάπνιξη”). Όπως είναι κοινό σε πολλές συνήθεις ιστορίες της ΚΔ αυτή η αντίφαση δίνεται σε μια θέση περιοδολόγησης στην ανάλυση του Σιμόν. Έχουμε την “πρώιμη”, “καλλιτεχνική” ΚΔ (μέχρι και τη διάσπαση του 1962), και μετά την “πολιτική ΚΔ” (1963 μέχρι και την διάλυση το 1972)· τόσο κανονιστική είναι η διαίρεση αυτή που αντίστοιχα δομεί τη σελίδα της Wikipedia για την ΚΔ.
(Ξεπέρασμα της Τέχνης, Πραγμάτωση της Φιλοσφίας)
Σε όρους της κριτικής ανάγνωσης της ΚΔ σε σχέση με την θέση της κομμουνιστικοποίησης το μοντέλο της “πραγμάτωσης” υπονοεί την πίστη σε κάποιες προεικονιστικές δυνατότητες της καλλιτεχνικής πρακτικής που μπορούν να υλοποιηθούν εντός και ενάντια στον καπιταλισμό. Οι “κατασκευασμένες καταστάσεις” της πρώιμης ΚΔ προμήνυαν την επανάσταση στις μορφές θυλάκων ή στιγμών εντός της βασιλείας του θεάματος σε αυτή την ανάγνωση. Για τον Σιμόν, είναι η διείσδυση της πραγματικής υπαγωγής – η κυριαρχία του καπιταλισμού που αναθεωρεί/μεταβάλλει την παραγωγική διαδικασία σύμφωνα με τους καπιταλιστικούς σκοπούς – που σηματοδοτεί το τέλος αυτής της δυνατότητας, μαζί με το τέλος μιας εναλλακτικής ταυτότητας της “εργατικής τάξης”· και οποιεσδήποτε τέτοις “στιγμές” ή έργα τέχνης δεν μπορούν να υλοποιηθούν κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Αντίθετα, ακολουθώντας την αυστηρή αρνητικότητα της επανάστασης, ο Σιμόν ισχυρίζεται ότι η καταστολή της τέχνης και η “πολιτικοποίηση” της ΚΔ υποδεικνύουν μια αναγνώριση ότι η “τέχνη” μπορεί να συμβεί μόνο εντός της επαναστατικής διαδικασίας – εντός της κομμουνιστικοποίησης. Επομένως, οι “κατασκευασμένες καταστάσεις” μπορεί να περιγράφουν καλλίτερα τη διαδικασία της επανάστασης – ως κομμουνιστικοποίησης – παρά την προεπαναστατική και προεικονιστική διαδικασία της “πυροδότησης” της επανάστασης.
Για τον Σιμόν, είναι η δυσκολία που συναντά η ΚΔ να αποδεχτεί αυτή την διαμόρφωση που κείται στην ρίζα της αναγκαιότητας να υπερβούμε την ΚΔ. Μπορούμε να προσθέσουμε ίσως και ότι ο αποκαλούμενος “πεσσιμισμός” του ύστερου Ντεμπόρ είναι ένα σημάδι της δυσκολίας ξεπεράσματος της επιθυμίας για μια “θετική” συγκεκριμενοποίηση της καλλιτεχνικής και επαναστατικής δυνατότητας. Επίσης, η συχνά επισημασμένη νοσταλγία του Ντεμπόρ και της ΚΔ θα μπορούσε να καταγραφεί ως ένα σημάδι της δυσκολίας να εγκαταλειφθούν αυτές οι ελπίδες, ή της μετάθεσής τους στο παρελθόν. Σε αυτή την ανάλυση, η κυριαρχία του κεφαλαίου μετατοπίζει μια αίσθηση “εσωτερικής” αντίθεσης σε ένα αισθητικοποιημένο “απέξω” (δες Bunyard ό.π.). Στο επιχείρημα αυτό, η ΚΔ παραμένει μάλλον υπερβολικά προσκολλημένη στην αισθητική και ως εκ τούτου μπορεί να προσφέρει μόνο μια αισθητική εικόνα ή αναπαράσταση της επανάστασης. Το να κινηθούμε πέρα από αυτή την “νεκρομαντεία της παγκόσμιας ιστορίας” και να βρούμε την “ποίηση του μέλλοντος” απαιτεί την εγκατάλειψη της αισθητικής και την εγκατάλειψη των “θετικών” οραμάτων την επανάστασης, όπως τα εργατικά συμβούλια.
Εκφραστική Άρνηση
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι αυτή η περιοδολόγηση και ανάλυση υπονοεί το ξεπέρασμα της ΚΔ, και το ξεπέρασμα του καλλιτεχνικού και του αισθητικού ως της “θετικής” προεικόνισης του οράματος της ΚΔ για την επανάσταση. Η ειρωνεία είναι ότι η ανάλυση της ΚΔ τείνει να παίρνει μια άλλη κατεύθυνση, μια κατεύθυνση που είναι πολύ πιο ευθυγραμμισμένη με την υποτιθέμενα “ξεπερασμένη” στιγμή της πραγμάτωσης. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση της Johanna Isaacson8, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κληρονομιά της ΚΔ έχει θεωρηθεί σε όρους της “γενεαλογίας της εκφραστικής άρνησης”.
Μια εξαντλητική έκθεση θα ήταν πέρα από τα όρια του χρόνου μου και της υπομονής σας. Αυτό που θα συνιστούσα είναι ότι αυτές οι “γενεαλογίες της εκφραστικής άρνησης” έχουν κυριαρχήσει σε πολλές από τις προσλήψεις της ΚΔ: από το Lipstick Traces (1989) του Greil Marcus, με την γενεαλογία της άρνησης από την ΚΔ στο πανκ, στο “The Beach Beneath the Street” (2011) του McKenzie Wark, με την ανάκτηση της “καλλιτεχνικής ΚΔ”, η τάση έχει προχωρήσει ακριβώς στην άλλη κατεύθυνση από αυτήν που υποδεικνύεται από την TC και τον Roland Simon.
Πιστεύω, προσωπικά, ότι αυτό δεικτοδοτεί ένα ευρύτερο πρόβλημα με την θέση της κομμουνιστικοποίησης, που διεκδικεί την δικαιολόγησή της στην ιστορική πραγματικότητα της εξάντλησης της εργατικής ταυτότητας και την κατάρρευση της προεικονιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής, αλλά στη συνέχεια χρειάζεται διαρκώς να εξηγεί/αιτιολογεί γιατί αυτά τα “λάθη” εξακολουθούν να συμβαίνουν. Κάτι που λείπει, τουλάχιστον στο υλικό που έχω διαβάσει, είναι μια πειστική εξήγηση του γιατί αυτά τα “λάθη” θα έπρεπε να συμβαίνουν, εκτός και αν θεωρείται ως μια χωρίς εγγύηση νοσταλγία ή έλλειωη μιας “σωστής ανάλυσης” της παρούσας κατάστασης. Αυτό μοιάζει ανεπαρκές ως μια εξήγηση του πώς αυτά τα “λάθη”, αν είναι λάθη, παράγονται από κοινωνικές μορφές αγώνων και μορφές της καπιταλιστικής εξουσίας.
Σε αισθητικούς όρους, υποδεικνύει την επίμονη έλξη της “εκφραστικής άρνησης” σε μια στιγμή που είναι, τουλάχιστον, μη αγώγιμη σε τέτοιες μορφές. Η επιπρόσθετη ειρωνεία είναι ότι τέτοιες “αρνήσεις” συχνά αιτιολογούνται και διατηρούνται ακριβώς εξαιτίας των θετικών τους μορφών. Είναι το γεγονός ότι μοιάζουν να είναι υπαρκτές δυνατότητες, μάλλον, παρά το αυστηρό μονοπάτι του αποφασιστικά αρνητικού, που τους δανείζει μια συγκεκριμένη βαρύτητα στην “αβαρή” εμπειρία του καπιταλισμού. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι προσφέρω μια πλήρη εξήγηση, θα πρότεινα ότι είναι ακριβώς αυτή η παραδοξολογική “θετικότητα” αυτών των “εκφραστικών αρνήσεων” που ασκεί έλξη και γοητεία στη παρούσα στιγμή. Με τον τρόπο αυτό, κι εδώ έχω μια συμπάθεια προς την κριτική από την κομμουνιστικοποίηση, ο κίνδυνος είναι μιας παρηγορητικής λειτουργίας της αισθητικής.
Πιο αχανή εδάφη
Μπορούμε επίσης να βρούμε στοιχεία αυτή της κριτικής από την TC που προβλέπονται από τον Ντεμπόρ, ιδιαίτερα στο “In girum imus nocte et consimimur igni”9 (1978). Το σενάριο και η χρήση των μεταστραμμένων εικόνων από το φιλμ “The Charge of the Light Brigade”10, υποδεικνύουν ότι:
Οι πρωτοπορίες έχουν μόνο μια ευκαιρία· και το καλλίτερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί είναι να έχουν ζωντανέψει τον καιρό τους χωρίς να επιζήσουν περισσότερο. Μετά από αυτές οι επιχειρήσεις προχωράνε σε ένα ευρύτερο πεδίο. Πολλές φορές έχουμε δει τέτοια επίλεκτα στρατεύματα, αφού έχουν επιτύχει ένα γενναίο ανδραγάθημα, να παραμένουν για να παρελαύνουν με τα παράσημά τους και στη συνέχεια να στρέφονται ενάντια στον σκοπό που υποστήριζαν προηγουμένως. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να φοβίζει όσους οι επιθέσεις τους τους έχουν φέρει στο σημείο της διάλυσης. (Guy Debord: από το φιλμ “In girum imus nocte et consimimur igni” (1978) με τις μεταστρεμμένες εικόνες από το φιλμ: “The Charge of the Light Brigade”).
Με την έννοια αυτή είναι ακριβώς η ριζοσπαστικοποιημένη αρνητικότητα των “εκφραστικών αρνήσεων” της πρωτοπορίας που υποδεικνύει μια αναγνώριση της ίδιας της περατότητάς τους. Αυτό το φαινόμενο διάλυσης, που έχει συλληφθεί στην θεματική της φωτιάς που περιλούεται στα νερά του χρόνου, βασίζεται σε μια διαλεκτική του μετασχηματισμού στην οποία “κινούμαστε σε ένα αχανές έδαφος”. Φυσικά, η δυσκολία είναι ότι αυτή η διαλεκτική εμφανίζεται θραυσμένη.
Με την έννοια αυτή η κριτική από την κομμουνιστικοποίηση προσπαθεί να επαναθεμελιώσει αυτή τη διαλεκτική μέσω του επιχειρήματος ότι η κατάρρευση της εργατικής ταυτότητας δεν είναι απλά ένα σημάδι της ήττας αλλά ακριβώς το σημάδι του μετασχηματισμού και της κίνησης σε αυτό το καινούριο έδαφος. Οι πολιτισμικές και αισθητικές αρνήσεις της πρωτοπορίας εκφράζονται από την ΚΔ ως το προεικονιστικό “φορτίο” που ξοδεύεται σε μια καινούρια προλεταριακή κίνηση και, αν θέλετε, η κομμουνιστικοποίηση μετατοπίζει την μορφή και την χρονική κλίμακα. Θα πρότεινα, όμως, ότι η αργή/μακρόχρονη αίσθηση νοσταλγίας και πεσσιμισμού στον ύστερο Ντεμπόρ (παρά τις αξιόλογες προσπάθειες να ξαναδιαβάσουμε αυτή τη στιγμή σε μια πιο στρατηγική κατεύθυνση (πβλ. Tom Bunyard, ό.π.) υποδεικνύει ένα αδιέξοδο ή ανυπομονησία ότι αυτός ο μετασχηματισμός δεν έχει συμβεί.
Και πάλι, τότε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αισθητική ανάγνωση της ΚΔ δεν είναι απλά λανθασμένη αλλά καταγράφει αυτή την άβολη θέση – μια θέση που είναι θα έλεγα τόσο άβολη για την κομμουνιστικοποίηση όσο είναι και για την ΚΔ. Τι θα συμβεί αν δεν κινηθούμε σε ένα “αχανές πεδίο” αλλά σε ένα πεδίο που είναι περιορισμένο; Ή, αν κινηθούμε σε ένα πιο αχανές πεδίο, πώς θα πρέπει αυτό να μεταφραστεί στις ακριβείς αμφισβητήσεις που απαιτούνται για να διαρρήξουμε τις πραγματικές αφαιρέσεις του κεφαλαίου; Είναι εδώ, για να υιοθετήσω μια προσφιλή μου φράση, που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια “επιμονή της αισθητικής”. Το να επιστρέψουμε στην αισθητική ανάγνωση δεν είναι απλά παρηγορητικό, αν και μπορεί να είναι και τέτοιο, αλλά επίσης μια επιθυμία να προσφέρουμε ένα είδος πιο ακριβούς έννοιας της άρνησης στο παρόν. Υποθέτω ότι, με έναν όχι ικανοποιητικό τρόπο, μπορώ μόνο να το σκιαγραφήσω αυτό σαν πρόβλημα. Ζούμε λοιπόν στη στιγμή που ο Ντεμπόρ αποκαλούσε μια “υπέροχη διασπορά”.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://www.metamute.org/community/your-posts/avant-gardes-have-only-one-time-si-communisation-and-aesthetics.
2 Ενδιαφέρον κείμενο του Benjamin Noys σχετικά με τις συνδέσεις ανάμεσα στην κομμουνιστικοποίηση, και την κριτική της τέχνης και της εργασίας από την Καταστασιακή Διεθνή (ΚΔ). Αναδημοσιεύεται από το: http://leniency.blogspot.co.uk/
3 “Κομμουνιστικοποίηση και Αισθητική” του Benjamin Noys. Παρουσιάστηκε στο: “Καταστασιακή Αισθητική: Η ΚΔ, Tώρα”, University of Sussex, Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012.
4 Στμ. Στο πρωτότυπο sublation.
5 https://www.riff-raff.se/en/8/interview_roland.php.
6 Tom Bunyard: “A Genealogy and Critique of Guy Debord’s Theory of Spectacle”, στο http://research.gold.ac.uk/6393/, 132, πβλ.. 166.
7 R. Simon: “Histoire critique de l’ultragauche – Trajectoire d’une balle dans le pied”, (“Κριτική Ιστορία της Υπερ-αριστεράς: τροχιά από σφαίρα στο πόδι“), http://www.decitre.fr/livres/histoire-critique-de-l-ultragauche-9782951646094.html
8 J. Isaacson: “From Riot Grrrl to CrimethInc: A Lineage of Expressive Negation in Feminist Punk and Queercore”,
http://liminalities.net/7-4/expressivenegation.pdf
9 Στμ . Το φιλμ βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Ντεμπόρ. Η “κρυπτικότητα” υου συγκεκριμένου έργου ενισχύεται από το γεγονός ότι η φράση “in girum imus nocte et consumimur igni” – που η απόδοσή της στα ελληνικά είναι περίπου: “κάνουμε κύκλους στη νύχτα και μας καταναλώνει η φωτιά“, είναι παλίνδρομη, δηλαδή είναι η ίδια αν διαβαστεί ανάποδα.
10 Στμ. “Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας”: